- φονικῶς
- φονικόςinclined to slayadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φονικώς — φονικῶς, ΝΑ, και φονικά Ν επίρρ. βλ. φονικός … Dictionary of Greek
φονικός — ή, ό / φονικός, ή, όν, ΝΑ [φόνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φόνο ή στον φονιά 2. αυτός που επιφέρει θάνατο (α. «φονικό όπλο» β. «φονικὸν φάρμακον», Πολυδ.) 3. (το ουδ. ως ουσ., στην αρχ. στον πληθ.) το φονικό και τὰ φονικά ο φόνος, οι … Dictionary of Greek